- διαβολέας
- οαυτός που διαβάλλει, ο συκοφάντης: Μην εμπιστεύεσαι τις κρίσεις του για τους άλλους, γιατί είναι γνωστός διαβολέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαβολέας — ο (AM διαβολεύς) αυτός που διαβάλλει, ο συκοφάντης … Dictionary of Greek
αβάνης — ο [αβανιά] 1. συκοφάντης, διαβολέας, κακολόγος 2. άδικος, πλεονέκτης … Dictionary of Greek
αβανιάρης — α, ικο [αβανιά] συκοφάντης, διαβολέας, κακολόγος … Dictionary of Greek
ρουφιάνος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Σεπτεμβρίου. * * * ο, θηλ. ρουφιάνα, Ν 1. μαστροπός, προαγωγός 2. συκοφάντης, διαβολέας, σκευωρός, μηχανορράφος, ραδιούργος 3. αυτός που αποκαλύπτει για δικό του… … Dictionary of Greek
συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… … Dictionary of Greek
ραδιούργος — α, ο 1. μηχανορράφος, δολοπλόκος: Οι συντοπίτες του τονήξεραν για άνθρωπο μοχθηρό και ραδιούργο. 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ., ραδιούργος, ο και ραδιούργα,η άνθρωπος που κλίνει στη ραδιουργία, διαβολέας, ιντριγκάντης: Τον είδες το ραδιούργο που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)